χηνίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χηνίτσα | οι | χηνίτσες |
γενική | της | χηνίτσας | — | |
αιτιατική | τη | χηνίτσα | τις | χηνίτσες |
κλητική | χηνίτσα | χηνίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χηνίτσα < χήνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηνίτσα θηλυκό
- (πτηνό) υποκοριστικό του χήνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χηνίτσα
|