Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χελωνοκαύκαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χελωνοκαύκαλ
ο
τα
χελωνοκαύκαλ
α
γενική
του
χελωνοκαυκάλ
ου
&
χελωνοκαύκαλ
ου
των
χελωνοκαυκάλ
ων
αιτιατική
το
χελωνοκαύκαλ
ο
τα
χελωνοκαύκαλ
α
κλητική
χελωνοκαύκαλ
ο
χελωνοκαύκαλ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
χελωνοκαύκαλο
<
χελώνα
και
καύκαλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χελωνοκαύκαλο
ουδέτερο
το
όστρακο
της
χελώνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χελωνοκαύκαλο