↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειροστρόφαλος οι χειροστρόφαλοι
      γενική του χειροστρόφαλου των χειροστρόφαλων
    αιτιατική τον χειροστρόφαλο τους χειροστρόφαλους
     κλητική χειροστρόφαλε χειροστρόφαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροστρόφαλος < χειρο- + στρόφαλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροστρόφαλος αρσενικό

  • στρόφαλος που ρυθμίζεται χειροκίνητα
    ※  Από έπιπλα υπήρχε ακόμα μόνο ένα ιατρικό κρεβάτι καλυμμένο με λευκό μουσαμά, που το ύψος του ρυθμιζόταν με χειροστρόφαλο. (Το μαγικό βουνό, Thomas Mann, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, μετάφραση Θεόδωρος Παρασκευόπουλος)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία