Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειραντλία οι χειραντλίες
      γενική της χειραντλίας των χειραντλιών
    αιτιατική τη χειραντλία τις χειραντλίες
     κλητική χειραντλία χειραντλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειραντλία < χειρ- + αντλία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handpump[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειραντλία θηλυκό

  • χειροκίνητη αντλία
    οι πρώτες πυροσβεστικές αντλίες που χρησιμοποιήθηκαν στην Αθήνα ήταν εμβολοφόρες χειραντλίες που θύμιζαν διάταξη τραμπάλας και χειρίζονταν από δύο πυροσβέστες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)