↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειραλικός η χειραλική το χειραλικό
      γενική του χειραλικού της χειραλικής του χειραλικού
    αιτιατική τον χειραλικό τη χειραλική το χειραλικό
     κλητική χειραλικέ χειραλική χειραλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειραλικοί οι χειραλικές τα χειραλικά
      γενική των χειραλικών των χειραλικών των χειραλικών
    αιτιατική τους χειραλικούς τις χειραλικές τα χειραλικά
     κλητική χειραλικοί χειραλικές χειραλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειραλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chiral + -ικός < αρχαία ελληνική χείρ)

  Επίθετο

επεξεργασία

χειραλικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • chirality στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία