Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειραλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χειραλικ
ός
η
χειραλικ
ή
το
χειραλικ
ό
γενική
του
χειραλικ
ού
της
χειραλικ
ής
του
χειραλικ
ού
αιτιατική
τον
χειραλικ
ό
τη
χειραλικ
ή
το
χειραλικ
ό
κλητική
χειραλικ
έ
χειραλικ
ή
χειραλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χειραλικ
οί
οι
χειραλικ
ές
τα
χειραλικ
ά
γενική
των
χειραλικ
ών
των
χειραλικ
ών
των
χειραλικ
ών
αιτιατική
τους
χειραλικ
ούς
τις
χειραλικ
ές
τα
χειραλικ
ά
κλητική
χειραλικ
οί
χειραλικ
ές
χειραλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
και
χειρικός
(
χημεία
) που αφορά ή διαχωρίζει χημικές ενώσεις και τις κατοπτρικά αντίστοιχές τους