χειραλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειραλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chiral + -ικός < αρχαία ελληνική χείρ)
Επίθετο
επεξεργασίαχειραλικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- χειραλικότητα
- → δείτε τη λέξη χέρι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- chirality στην αγγλική Βικιπαίδεια