χειμαζόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειμαζόμενος < μετοχή ενεστώτα του χειμάζομαι
Μετοχή επεξεργασία
χειμαζόμενος
- ταλαιπωρημένος,εξουθενωμένος από την αντιμετώπιση μεγάλων δυσκολιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειμαζόμενος
|