Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασισοποτείο τα χασισοποτεία
      γενική του χασισοποτείου των χασισοποτείων
    αιτιατική το χασισοποτείο τα χασισοποτεία
     κλητική χασισοποτείο χασισοποτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασισοποτείο < χασισοπότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασισοποτείο ουδέτερο

  1. στέκι για άτομα που κάνουν ομαδικά χρήση χασίς
  2. κακόφημο στέκι στο οποίο συχνάζουν άτομα εθισμένα σε εξαρτησιογόνες ουσίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία