χασισοποτείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χασισοποτείο < χασισοπότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασισοποτείο ουδέτερο
- στέκι για άτομα που κάνουν ομαδικά χρήση χασίς
- κακόφημο στέκι στο οποίο συχνάζουν άτομα εθισμένα σε εξαρτησιογόνες ουσίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασισοποτείο
|