χαρτοσήμανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτοσήμανση | οι | χαρτοσημάνσεις |
γενική | της | χαρτοσήμανσης* | των | χαρτοσημάνσεων |
αιτιατική | τη | χαρτοσήμανση | τις | χαρτοσημάνσεις |
κλητική | χαρτοσήμανση | χαρτοσημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτοσημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρτοσήμανση < καθαρεύουσα χαρτοσήμαν(σις) + -ση < χαρτοσημαίνω) χαρτοσημαν- + -σις. Μορφολογικά, χαρτο- + σήμανση.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈsi.man.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐σή‐μαν‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοσήμανση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρτοσημαίνω
- ⮡ παλιότερα, γινόταν χαρτοσήμανση με επικόλληση χαρτοσήμου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαρτοσημαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοσήμανση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαρτοσήμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας