χαρτοσημαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοσημαίνω < χαρτόσημ(ον) + -αίνω.[1] Μορφολογικά, χαρτο- + σημαίνω.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaɾ.to.siˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐ση‐μαί‐νω
Ρήμα επεξεργασία
χαρτοσημαίνω, πρτ.: χαρτοσήμαινα, αόρ.: χαρτοσήμανα, παθ.φωνή: χαρτοσημαίνομαι, π.αόρ.: χαρτοσημάνθηκα, μτχ.π.π.: χαρτοσημασμένος
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις χαρτί και σήμα
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαρτοσημαίνω | χαρτοσήμαινα | θα χαρτοσημαίνω | να χαρτοσημαίνω | χαρτοσημαίνοντας | |
β' ενικ. | χαρτοσημαίνεις | χαρτοσήμαινες | θα χαρτοσημαίνεις | να χαρτοσημαίνεις | χαρτοσήμαινε | |
γ' ενικ. | χαρτοσημαίνει | χαρτοσήμαινε | θα χαρτοσημαίνει | να χαρτοσημαίνει | ||
α' πληθ. | χαρτοσημαίνουμε | χαρτοσημαίναμε | θα χαρτοσημαίνουμε | να χαρτοσημαίνουμε | ||
β' πληθ. | χαρτοσημαίνετε | χαρτοσημαίνατε | θα χαρτοσημαίνετε | να χαρτοσημαίνετε | χαρτοσημαίνετε | |
γ' πληθ. | χαρτοσημαίνουν(ε) | χαρτοσήμαιναν χαρτοσημαίναν(ε) |
θα χαρτοσημαίνουν(ε) | να χαρτοσημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαρτοσήμανα | θα χαρτοσημάνω | να χαρτοσημάνω | χαρτοσημάνει | ||
β' ενικ. | χαρτοσήμανες | θα χαρτοσημάνεις | να χαρτοσημάνεις | χαρτοσήμανε | ||
γ' ενικ. | χαρτοσήμανε | θα χαρτοσημάνει | να χαρτοσημάνει | |||
α' πληθ. | χαρτοσημάναμε | θα χαρτοσημάνουμε | να χαρτοσημάνουμε | |||
β' πληθ. | χαρτοσημάνατε | θα χαρτοσημάνετε | να χαρτοσημάνετε | χαρτοσημάνετε | ||
γ' πληθ. | χαρτοσήμαναν χαρτοσημάναν(ε) |
θα χαρτοσημάνουν(ε) | να χαρτοσημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαρτοσημάνει | είχα χαρτοσημάνει | θα έχω χαρτοσημάνει | να έχω χαρτοσημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις χαρτοσημάνει | είχες χαρτοσημάνει | θα έχεις χαρτοσημάνει | να έχεις χαρτοσημάνει | έχε χαρτοσημασμένο | |
γ' ενικ. | έχει χαρτοσημάνει | είχε χαρτοσημάνει | θα έχει χαρτοσημάνει | να έχει χαρτοσημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαρτοσημάνει | είχαμε χαρτοσημάνει | θα έχουμε χαρτοσημάνει | να έχουμε χαρτοσημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε χαρτοσημάνει | είχατε χαρτοσημάνει | θα έχετε χαρτοσημάνει | να έχετε χαρτοσημάνει | έχετε χαρτοσημασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χαρτοσημάνει | είχαν χαρτοσημάνει | θα έχουν χαρτοσημάνει | να έχουν χαρτοσημάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χαρτοσημασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χαρτοσημασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χαρτοσημασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χαρτοσημασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαρτοσημαίνομαι | χαρτοσημαινόμουν(α) | θα χαρτοσημαίνομαι | να χαρτοσημαίνομαι | ||
β' ενικ. | χαρτοσημαίνεσαι | χαρτοσημαινόσουν(α) | θα χαρτοσημαίνεσαι | να χαρτοσημαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | χαρτοσημαίνεται | χαρτοσημαινόταν(ε) | θα χαρτοσημαίνεται | να χαρτοσημαίνεται | ||
α' πληθ. | χαρτοσημαινόμαστε | χαρτοσημαινόμαστε χαρτοσημαινόμασταν |
θα χαρτοσημαινόμαστε | να χαρτοσημαινόμαστε | ||
β' πληθ. | χαρτοσημαίνεστε | χαρτοσημαινόσαστε χαρτοσημαινόσασταν |
θα χαρτοσημαίνεστε | να χαρτοσημαίνεστε | (χαρτοσημαίνεστε) | |
γ' πληθ. | χαρτοσημαίνονται | χαρτοσημαίνονταν χαρτοσημαινόντουσαν |
θα χαρτοσημαίνονται | να χαρτοσημαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαρτοσημάνθηκα | θα χαρτοσημανθώ | να χαρτοσημανθώ | χαρτοσημανθεί | ||
β' ενικ. | χαρτοσημάνθηκες | θα χαρτοσημανθείς | να χαρτοσημανθείς | χαρτοσημάνσου | ||
γ' ενικ. | χαρτοσημάνθηκε | θα χαρτοσημανθεί | να χαρτοσημανθεί | |||
α' πληθ. | χαρτοσημανθήκαμε | θα χαρτοσημανθούμε | να χαρτοσημανθούμε | |||
β' πληθ. | χαρτοσημανθήκατε | θα χαρτοσημανθείτε | να χαρτοσημανθείτε | χαρτοσημανθείτε | ||
γ' πληθ. | χαρτοσημάνθηκαν χαρτοσημανθήκαν(ε) |
θα χαρτοσημανθούν(ε) | να χαρτοσημανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαρτοσημανθεί | είχα χαρτοσημανθεί | θα έχω χαρτοσημανθεί | να έχω χαρτοσημανθεί | χαρτοσημασμένος | |
β' ενικ. | έχεις χαρτοσημανθεί | είχες χαρτοσημανθεί | θα έχεις χαρτοσημανθεί | να έχεις χαρτοσημανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαρτοσημανθεί | είχε χαρτοσημανθεί | θα έχει χαρτοσημανθεί | να έχει χαρτοσημανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαρτοσημανθεί | είχαμε χαρτοσημανθεί | θα έχουμε χαρτοσημανθεί | να έχουμε χαρτοσημανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαρτοσημανθεί | είχατε χαρτοσημανθεί | θα έχετε χαρτοσημανθεί | να έχετε χαρτοσημανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαρτοσημανθεί | είχαν χαρτοσημανθεί | θα έχουν χαρτοσημανθεί | να έχουν χαρτοσημανθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαρτοσημασμένος - είμαστε, είστε, είναι χαρτοσημασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαρτοσημασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαρτοσημασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαρτοσημασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαρτοσημασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαρτοσημασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαρτοσημασμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτοσημαίνω
|
επεξεργασία
- ↑ χαρτοσημαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.