χαρούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρούδι | τα | χαρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαρούδι | τα | χαρούδια |
κλητική | χαρούδι | χαρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρούδι ουδέτερο
- (χαϊδευτικό) ό,τι προξενεί ευχαρίστηση
- ※ Χαρούδι στερνό της/τα πλούτια, τρανά,/σα θάμα, της νιότης. (Κωστής Παλαμάς, Περάσματα και Χαιρετισμοί, Γ΄, Ηλιόγερμα στο greek-language.gr)
- ※ Με αφορμή τη φράση περικαλλές ἄγαλμα (= «πανέμορφο χαρούδι» όπως το αποδίδει δανειζόμενος τη λέξη από στίχο του Παλαμά) που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες της αρχαϊκής εποχής για τα έργα τους, ο Καρούζος σημειώνει [...] (Ιωάννης Καζάζης, Σαπφώ greek-language.gr)
- ※ Η θλίψη του για το χαμό της αγαπημένης συζύγου του και καθηγήτριας Ψυχοτεχνικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Αικατερίνης Στριφτού, την οποία αποκαλούσε «χαρούδι μου» (enet.gr)