χαντζάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαντζάρι | τα | χαντζάρια |
γενική | του | χαντζαριού | των | χαντζαριών |
αιτιατική | το | χαντζάρι | τα | χαντζάρια |
κλητική | χαντζάρι | χαντζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαντζάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hançer < αραβική خنجر (khanjar)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαντζάρι ουδέτερο και χατζάρι
- μεγάλο κυρτό μαχαίρι