χαμογελάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμογελάκι | τα | χαμογελάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαμογελάκι | τα | χαμογελάκια |
κλητική | χαμογελάκι | χαμογελάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμογελάκι < χαμόγελ(ο) + -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμογελάκι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαμογελάκι
|