εμότζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμότζι < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική emoji < ιαπωνική 絵文字 (emoji) < 絵 (e, εικόνα) + 文字 (moji, χαρακτήρας)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈmo.d͡zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μό‐τζι
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμότζι ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, διαδίκτυο, τηλεπικοινωνίες, διαδικτυακή αργκό) ιδεόγραμμα που χρησιμοποιείται για να εκφράσει ο αποστολέας διάφορα συναισθήματα σε μηνύματα που στέλνονται από υπολογιστή, ταμπλέτα ή κινητό τηλέφωνο