Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φατσούλα οι φατσούλες
      γενική της φατσούλας
    αιτιατική τη φατσούλα τις φατσούλες
     κλητική φατσούλα φατσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φατσούλα < φάτσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φατσούλα θηλυκό

  1. υποκοριστικό του: φάτσα
  2. (ειδικότερα) χαϊδευτικό για ανθρώπινο πρόσωπο που κάνει αστεϊσμούς ή γκριμάτσες κλπ.
  3. (πληροφορική) εικονοχαρακτήρες προσώπου η οποία συνήθως απεικονίζει συναίσθημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φάτσα