φατσούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φατσούλα | οι | φατσούλες |
γενική | της | φατσούλας | — | |
αιτιατική | τη | φατσούλα | τις | φατσούλες |
κλητική | φατσούλα | φατσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φατσούλα < φάτσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφατσούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του: φάτσα
- (ειδικότερα) χαϊδευτικό για ανθρώπινο πρόσωπο που κάνει αστεϊσμούς ή γκριμάτσες κλπ.
- (πληροφορική) εικονοχαρακτήρες προσώπου η οποία συνήθως απεικονίζει συναίσθημα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φάτσα
φατσούλα
|