πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
      γενική του χαμογέλιου των χαμογέλιων
    αιτιατική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
     κλητική χαμογέλιο χαμογέλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμογέλιο < χαμόγελο κατά το γέλιο [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμογέλιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία