Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
      γενική του χαμογέλιου των χαμογέλιων
    αιτιατική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
     κλητική χαμογέλιο χαμογέλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμογέλιο < χαμόγελο κατά το γέλιο [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.moˈʝe.ʎo/ με συνίζηση -ιο
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο‐γέ‐λιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμογέλιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία