χαλυβοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλυβοποίηση | οι | χαλυβοποιήσεις |
γενική | της | χαλυβοποίησης* | των | χαλυβοποιήσεων |
αιτιατική | τη | χαλυβοποίηση | τις | χαλυβοποιήσεις |
κλητική | χαλυβοποίηση | χαλυβοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλυβοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλυβοποίηση < χαλυβοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλυβοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαλυβοποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλυβοποίηση
|
Πηγές
επεξεργασία- χαλυβοποίηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)