Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαβικόλη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χαβικόλ
η
οι
χαβικόλ
ες
γενική
της
χαβικόλ
ης
των
χαβικολ
ών
αιτιατική
τη
χαβικόλ
η
τις
χαβικόλ
ες
κλητική
χαβικόλ
η
χαβικόλ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαβικόλη
<
αγγλική
chavicol
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαβικόλη
θηλυκό
αρωματική οργανική χημική ένωση, που περιέχει
άνθρακα
,
υδρογόνο
και
οξυγόνο
, με μοριακό τύπο C
9
H
10
O
Δείτε επίσης
επεξεργασία
χαβικόλη
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαβικόλη
αγγλικά
:
chavicol
(en)