χάσμαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάσμαλο | τα | χάσμαλα |
γενική | του | χάσμαλου | των | χάσμαλων |
αιτιατική | το | χάσμαλο | τα | χάσμαλα |
κλητική | χάσμαλο | χάσμαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.zma.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάσμαλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (συνήθως στον πληθυντικό: χάσμαλα) ξηροί καρποί, γλυκάκια κ.ά. που χρησιμοποιούνται ως σνακ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάσμαλο
|