Ετυμολογία

επεξεργασία
χάσκα < χάσκ(ω) +

Επίρρημα

επεξεργασία

χάσκα

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χάσκα
      γενική της χάσκας
    αιτιατική τη χάσκα
     κλητική χάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χάσκα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία