Ετυμολογία

επεξεργασία
χάσκα < χάσκ(ω) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxa.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐σκα

  Επίρρημα

επεξεργασία

χάσκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χάσκα
      γενική της χάσκας
    αιτιατική τη χάσκα
     κλητική χάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χάσκα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία