Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόντρα οι φόντρες
      γενική της φόντρας των φοντρών
    αιτιατική τη φόντρα τις φόντρες
     κλητική φόντρα φόντρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόντρα < (άμεσο δάνειο) βενετική fodra

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόντρα θηλυκό

  • (δημοτική) (σπάνιο, παρωχημένο) άλλη μορφή του φόδρα
    ※  ὀμπρέλα μὲ τὴν πράσινη φόντρα ἀπό μέσα (Ο Νουμάς, 374, 10/1/1910 [1])
    ※  άπ' τήν φόντρα τού πανωφοριού του (Παναθήναια, Δεκαπενθήμερον Εικονογραφημένον Περιοδικόν, Αθήνα, Οκτώβριος 1911-Μάρτιος 112, Τόμος ΚΓ΄ [2])
    ※  ἄν ἄξαφνα τῆς ἔλεγα νἀπλώσει χάμω τὤμορφο παλτό της γιὰ νὰ περάσω ᾽γὼ πατώντας στὴ μεταξωτὴ φόντρα του, θὰ τὤκανε δίχως δισταγμό (Θύμιος Ξανθόπουλος (1902-1988), Η ειρωνεία της φαντασίας [3])

  Μεταφράσεις επεξεργασία