φωτοφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοφοβικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοφοβικός αρσενικό
- (ψυχολογία) άτομο που δεν αντέχει το φως για ψυχολογικούς λόγους
Επίθετο
επεξεργασίαφωτοφοβικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- ο φωτόφοβος, απομακρυνόμενος από την κατεύθυνση του φωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοφοβικός
|