φωτοσυρμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωτοσυρμή θηλυκό
- ένα έντονα λαμπερό ρεύμα φωτός
- ※ Προχώρησα πρὸς τὸ σπιτάκι ὣς μὲς στὴ φωτοσυρμὴ κι ἔρριξα μιὰ ματιὰ μέσ' ἀπ' τὴ θύρα. (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ)
- ※ Γιατὶ καθὼς δέχθηκε τὴ φωτοσυρμὴ τῆς ὀμορφιᾶς μέσ' ἀπὸ τὰ μάτια του, πυρώθηκε. (Πλάτων, Φαίδρος 251b. Μετάφραση: Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος)
- ※ Πήρε τη σκάλα / τον πήρε η σκάλα / χάθηκε σε μια φωτοσυρμή. (Πάνος Κυπαρίσσης, Κλέβοντας σκοτάδι, Υπήρξε)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοσυρμή