Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοπροστασία οι φωτοπροστασίες
      γενική της φωτοπροστασίας των φωτοπροστασιών
    αιτιατική τη φωτοπροστασία τις φωτοπροστασίες
     κλητική φωτοπροστασία φωτοπροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοπροστασία < φωτο- + προστασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.to.pɾo.staˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐προ‐στα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοπροστασία θηλυκό

  • (νεολογισμός) η προστασία του ανθρώπινου σώματος από το φως
    ※  Τα νεότερα αντηλιακά προστατεύουν από το σύνολο της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVA και UVB), έχουν υψηλό βαθμό προστασίας, έχουν εξαιρετικές καλλυντικές ιδιότητες και είναι ανθεκτικά στο νερό και στη ζέστη. Θα πρέπει, ωστόσο, να τα χρησιμοποιούμε σωστά: για περιορισμένο διάστημα παραμονής στον ήλιο, με συχνή ανανέωση και πάντα σε συνδυασμό με τις άλλες μεθόδους φωτοπροστασίας (σκιά, προστατευτικό ρουχισμό). (Ρούλα Τσουλέα, Ήλιος: Η απειλή του καλοκαιριού, Τα Νέα, 3 Μαΐου 2012)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr