πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοκαταλυτικός η φωτοκαταλυτική το φωτοκαταλυτικό
      γενική του φωτοκαταλυτικού της φωτοκαταλυτικής του φωτοκαταλυτικού
    αιτιατική τον φωτοκαταλυτικό τη φωτοκαταλυτική το φωτοκαταλυτικό
     κλητική φωτοκαταλυτικέ φωτοκαταλυτική φωτοκαταλυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοκαταλυτικοί οι φωτοκαταλυτικές τα φωτοκαταλυτικά
      γενική των φωτοκαταλυτικών των φωτοκαταλυτικών των φωτοκαταλυτικών
    αιτιατική τους φωτοκαταλυτικούς τις φωτοκαταλυτικές τα φωτοκαταλυτικά
     κλητική φωτοκαταλυτικοί φωτοκαταλυτικές φωτοκαταλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοκαταλυτικός <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Μορφολογικά αναλύεται σε φωτοκατάλυση + φωτοκατάλυ(ση) + -τικός
ΔΦΑ : /fo.to.ka.ta.li.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτοκαταλυτικός

φωτοκαταλυτικός (χωρίς παραθετικά)

Μεταφράσεις

επεξεργασία