↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτερό τα φωτερά
      γενική του φωτερού των φωτερών
    αιτιατική το φωτερό τα φωτερά
     κλητική φωτερό φωτερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτερό < επίθετο φωτερός (φωτεινός) < φως

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτερό ουδέτερο

  • ο φεγγίτης ενός σπιτιού, από εκεί που μπαίνει φως σε ένα χώρο που συνήθως δεν φωτίζεται από εξωτερικό παράθυρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

φωτερό