φωσφατίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωσφατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phosphatine (σήμα κατατεθέν) < phosphore + -ine < φωσφ όπως φώσφορος + -ίνη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.sfaˈti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐σφα‐τί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωσφατίνη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωσφατίνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωσφατίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας