Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτοϊολογία οι φυτοϊολογίες
      γενική της φυτοϊολογίας των φυτοϊολογιών
    αιτιατική τη φυτοϊολογία τις φυτοϊολογίες
     κλητική φυτοϊολογία φυτοϊολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοϊολογία < φυτ(ό) + -ο- + ιολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτοϊολογία θηλυκό

  • κλάδος της φυτοπαθολογίας αλλά και της μοριακής βιολογίας που ερευνά τους ιούς που προσβάλλουν φυτά, τόσο για την καταπολέμησή τους στο φυτικό βασίλειο, όσο και για την αξιοποίηση αυτών των γνώσεων στην καταπολέμηση ιών που προσβάλλουν ανθρώπους και ζώα