φυτοπαράσιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυτοπαράσιτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.to.paˈɾa.si.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐πα‐ρά‐σι‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτοπαράσιτο ουδέτερο
- (βοτανική) ο ζωικός οργανισμός που είναι παράσιτο και η ζωή του εξαρτάται μόνο από τα φυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυτοπαράσιτο
|