φυσιολάτρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσιολάτρις | οι | φυσιολάτριδες |
γενική | της | φυσιολάτριδος (φυσιολάτριδας) |
των | φυσιολατρίδων (φυσιολάτριδων) |
αιτιατική | τη | φυσιολάτριδα | τις | φυσιολάτριδες |
κλητική | φυσιολάτρι (φυσιολάτρις) | φυσιολάτριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυσιολάτρις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φυσιολάτρις < φυσιολάτρης + κατάληξη θηλυκού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσιολάτρις, -ιδος θηλυκό
- (λόγιο) η φυσιολάτρισσα
Πηγές
επεξεργασία- φυσιολάτρις — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- «φυσιολάτρης, θηλ. -ις, -ιδος» ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .