↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσιογράφος οι φυσιογράφοι
      γενική του/της φυσιογράφου των φυσιογράφων
    αιτιατική τον/τη φυσιογράφο τους/τις φυσιογράφους
     κλητική φυσιογράφε φυσιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιογράφος < φυσιογραφ(ία) + -ος. φυσιο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία