φυσιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιογράφος < φυσιογραφ(ία) + -ος. φυσιο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- ο γεωγράφος που ασχολείται με τη φυσική γεωγραφία ή τη φυσιογραφία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυσιογράφος