φυσιογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσιογραφία θηλυκό
- κλάδος της γεωγραφίας ο οποίος εστιάζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου (όρη, πεδιάδες, ύδατα, πανίδα, χλωρίδα, κλίμα κ.λπ.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσιογραφία