φυσιογνωστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιογνωστικός < φυσιογνώστης
Επίθετο
επεξεργασίαφυσιογνωστικός, ή, ό
- σχετικός με τη φυσιογνωσία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυσιογνωστικός
φυσιογνωστικός, ή, ό