Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλογενετικός η φυλογενετική το φυλογενετικό
      γενική του φυλογενετικού της φυλογενετικής του φυλογενετικού
    αιτιατική τον φυλογενετικό τη φυλογενετική το φυλογενετικό
     κλητική φυλογενετικέ φυλογενετική φυλογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλογενετικοί οι φυλογενετικές τα φυλογενετικά
      γενική των φυλογενετικών των φυλογενετικών των φυλογενετικών
    αιτιατική τους φυλογενετικούς τις φυλογενετικές τα φυλογενετικά
     κλητική φυλογενετικοί φυλογενετικές φυλογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλογενετικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φυλογενετικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία