φραγκοχιώτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾaŋ.gοˈçο.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐γκο‐χιώ‐τι‐κα
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φραγκοχιώτικα | ||
γενική | των | φραγκοχιώτικων | ||
αιτιατική | τα | φραγκοχιώτικα | ||
κλητική | φραγκοχιώτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φραγκοχιώτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φραγκοχιώτικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραγκοχιώτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γραπτά ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες, γκρίκλις
- ※ – Δεν αμφέβαλλα πως ο Μάνος θα τα κατάφερνε. Να, κοίτα τι γράφει με φραγκοχιώτικα : OLA EN TAXI.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος [1956]
- ※ – Δεν αμφέβαλλα πως ο Μάνος θα τα κατάφερνε. Να, κοίτα τι γράφει με φραγκοχιώτικα : OLA EN TAXI.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραγκοχιώτικα
→ δείτε τη λέξη γκρίκλις |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφραγκοχιώτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φραγκοχιώτικος