Ετυμολογία

επεξεργασία
γκρίκλις < greeklish < αγγλική greek + english

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκρίκλις ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • (νεολογισμός) η γραφή λέξεων της ελληνικής γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες
    • Ανησυχητικά μεγαλώνει το ποσοστό μαθητών που χρησιμοποιούν τα λεγόμενα «γκρίκλις», δηλαδή τη γραφή ελληνικών λέξεων με λατινικούς χαρακτήρες, ως τρόπο έκφρασης, κυρίως μέσω του Διαδικτύου και μηνυμάτων που ανταλλάσσουν μέσω κινητών τηλεφώνων. (*)
    • H νεαρή Ελληνίδα σκηνοθέτις, όμως, που ζει και η ίδια πλέον εδώ και πολλά χρόνια στο Λος Άντζελες, δεν έχει την γκροτέσκ διάθεση της Βαρντάλος. Μπορεί οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται να έχουν, πάνω-κάτω, τα ίδια χαρακτηριστικά (συνεννοούνται σε γκρίκλις, υποφέρουν από ένα βαθύ συντηρητισμό αλλά και από λαχτάρα για την πατρίδα). (*)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία