Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φραγκολεβαντίνικα
      γενική των φραγκολεβαντίνικων
    αιτιατική τα φραγκολεβαντίνικα
     κλητική φραγκολεβαντίνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραγκολεβαντίνικα < φραγκολεβαντίνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραγκολεβαντίνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. παλαιότερος χαρακτηρισμός της ομιλίας στην οποία γίνονταν χρήση ελληνοποιημένων ξένων λέξεων
  2. γραφή της ελληνικής γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία