Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούσκωση οι φουσκώσεις
      γενική της φούσκωσης* των φουσκώσεων
    αιτιατική τη φούσκωση τις φουσκώσεις
     κλητική φούσκωση φουσκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φουσκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούσκωση < φουσκώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούσκωση θηλυκό

  1. δυσφορία από το γαστρεντερικό σύστημα, είτε από το στομάχι είτε από το έντερο
  2. φούσκωμα, πρήξιμο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία