↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούσκωση οι φουσκώσεις
      γενική της φούσκωσης* των φουσκώσεων
    αιτιατική τη φούσκωση τις φουσκώσεις
     κλητική φούσκωση φουσκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φουσκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φούσκωση < φουσκώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούσκωση θηλυκό

  1. δυσφορία από το γαστρεντερικό σύστημα, είτε από το στομάχι είτε από το έντερο
  2. φούσκωμα, πρήξιμο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία