φουσκοθαλασσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουσκοθαλασσιά | οι | φουσκοθαλασσιές |
γενική | της | φουσκοθαλασσιάς | των | φουσκοθαλασσιών |
αιτιατική | τη | φουσκοθαλασσιά | τις | φουσκοθαλασσιές |
κλητική | φουσκοθαλασσιά | φουσκοθαλασσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φουσκοθαλασσιά < φουσκω(-νω) + θάλασσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφουσκοθαλασσιά θηλυκό
- η ελαφρά ταραγμένη κατάσταση της θάλασσας, με ήπιο αλλά υπολογίσιμο κυματισμό, όταν συνήθως ο άνεμος δεν εντείνει το πρόβλημα