φοροπαράβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοροπαράβαση | οι | φοροπαραβάσεις |
γενική | της | φοροπαράβασης | των | φοροπαραβάσεων |
αιτιατική | τη | φοροπαράβαση | τις | φοροπαραβάσεις |
κλητική | φοροπαράβαση | φοροπαραβάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.ɾo.paˈɾa.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρο‐πα‐ρά‐βα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοροπαράβαση θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) παράβαση που αφορά τη φορολογία
- ※ Έρχεται γενναίο κούρεμα προστίμων για φοροπαραβάσεις (Σπύρος Δημητρέλης, *, Έθνος, 23 Φεβρουαρίου 2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοροπαράβαση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr