Δείτε επίσης: Φλόκκος, φλόκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλόκκος οι φλόκκοι
      γενική του φλόκκου των φλόκκων
    αιτιατική τον φλόκκο τους φλόκκους
     κλητική φλόκκε φλόκκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλόκκος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλόκκος αρσενικό (κυπριακά)

  1. (παρωχημένο) η φούντα του φεσιού[1]
     συνώνυμα: βλόκκος (λαϊκό)
  2. σφουγγαρόπανο,[2] σφουγγαρίστρα
    ※  Τις πρώτες μέρες που φτιάχναμε το διαμέρισμά μας στη Λευκωσία παρουσιάστηκε βλάβη στα υδραυλικά. Στριμωγμένος στο μπάνιο ο υδραυλικός μού φώναξε «έφυγες βουριστός για το φλόκκο!». Κατάλαβα μόνο το ρήμα. Το επίθετο «βουριστός» μού ήταν εντελώς άγνωστο. Το ουσιαστικό «φλόκος» στο λεξιλόγιό μου αναφέρονταν στο πανί της πλώρης ενός ιστιοπλοϊκού. Ο υδραυλικός βγήκε τελικά βουριστός (βιαστικός, τρέχοντας) από το μπάνιο για να φέρει το φλόκκο (σφουγγαρίστρα).
    Γιώργος Αγγελόπουλος, «Βουριστοί Καλαμαράδες», * Η Αυγή.gr (27 Μαρτίου 2013)· πρόσβαση: 2021-12-14.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ιερόνυνος Μυριανθεύς, «Κυπριακαί λέξεις», Φιλίστωρ. Σύγγραμα φιλολογικόν και παιδαγωγικόν [Αθήνα] τόμ. Γ΄ (1862), τχ. 5, σ. 437. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-12-14.
  2. Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας, Οι Λατίνοι της Κύπρου (Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας, 2017, ISBN 978-9963-50-452-7), σ. 28. Στο publications.gov.cy· πρόσβαση: 2021-12-14.