Δείτε επίσης: Φλαμπουριάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλαμπουριάρης οι φλαμπουριάρηδες
      γενική του φλαμπουριάρη των φλαμπουριάρηδων
    αιτιατική τον φλαμπουριάρη τους φλαμπουριάρηδες
     κλητική φλαμπουριάρη φλαμπουριάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλαμπουριάρης < φλάμπουρ(ο) + -ιάρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fla.buɾˈʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλα‐μπου‐ριά‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλαμπουριάρης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία