φιξάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιξάκι | τα | φιξάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φιξάκι | τα | φιξάκια |
κλητική | φιξάκι | φιξάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιξάκι < υποκοριστικό της αγγλικής λέξης fix που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιξάκι ουδέτερο
- δόση ναρκωτικού, συνήθως ηρωίνης ή πάντως κατά κανόνα ενέσιμου