Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φινλανδοποίηση οι φινλανδοποιήσεις
      γενική της φινλανδοποίησης* των φινλανδοποιήσεων
    αιτιατική τη φινλανδοποίηση τις φινλανδοποιήσεις
     κλητική φινλανδοποίηση φινλανδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φινλανδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φινλανδοποίηση < Φινλανδ(ία) + -ο- + -ποίηση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φινλανδοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)