φινλανδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φινλανδοποίηση | οι | φινλανδοποιήσεις |
γενική | της | φινλανδοποίησης* | των | φινλανδοποιήσεων |
αιτιατική | τη | φινλανδοποίηση | τις | φινλανδοποιήσεις |
κλητική | φινλανδοποίηση | φινλανδοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φινλανδοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φινλανδοποίηση < Φινλανδ(ία) + -ο- + -ποίηση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφινλανδοποίηση θηλυκό
- ο περιορισμός των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής σε ένα μικρό κράτος από μια δυνατή γειτονική χώρα (όπως η Φινλανδία ήταν περιορισμένη από την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου)[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία φινλανδοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)