Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φινιριστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φινιριστικ
ός
η
φινιριστικ
ή
το
φινιριστικ
ό
γενική
του
φινιριστικ
ού
της
φινιριστικ
ής
του
φινιριστικ
ού
αιτιατική
τον
φινιριστικ
ό
τη
φινιριστικ
ή
το
φινιριστικ
ό
κλητική
φινιριστικ
έ
φινιριστικ
ή
φινιριστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φινιριστικ
οί
οι
φινιριστικ
ές
τα
φινιριστικ
ά
γενική
των
φινιριστικ
ών
των
φινιριστικ
ών
των
φινιριστικ
ών
αιτιατική
τους
φινιριστικ
ούς
τις
φινιριστικ
ές
τα
φινιριστικ
ά
κλητική
φινιριστικ
οί
φινιριστικ
ές
φινιριστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φινιριστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
φινιριστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φινιριστικός