φιλόψογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλόψογος < αρχαία ελληνική φιλόψογος < φίλος και ψόγος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλόψογος
- που συνηθίζει να κατηγορεί εύκολα τους άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλόψογος
|
Πηγές
επεξεργασία- φιλόψογος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)