φιλοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική philophobia < αρχαία ελληνική φιλῶ + φόβος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλοφοβία θηλυκό
- (νεολογισμός) (ψυχιατρική) η αποφυγή του έρωτα, ο φόβος που νιώθει κάποιος στην ιδέα να ερωτευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοφοβία