φιλοτελιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλοτελιστής < φιλοτελισμός < φιλοτελής < φίλος και τέλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοτελιστής αρσενικό
- που του αρέσει να συλλέγει γραμματόσημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοτελιστής