Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιλοτελισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φιλοτελισμ
ός
οι
φιλοτελισμ
οί
γενική
του
φιλοτελισμ
ού
των
φιλοτελισμ
ών
αιτιατική
τον
φιλοτελισμ
ό
τους
φιλοτελισμ
ούς
κλητική
φιλοτελισμ
έ
φιλοτελισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιλοτελισμός
<
φιλοτελιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιλοτελισμός
αρσενικό
το συστηματικό
ενδιαφέρον
και η ενασχόληση με τη συλλογή
γραμματοσήμων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
φιλοτελισμός
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιλοτελισμός
αγγλικά
:
philately
(en)
γαλλικά
:
philatélie
(fr)