φιλολογίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλολογίνα (νεολογισμός) < φιλόλογ(ος) + -ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλολογίνα θηλυκό
- (προφορικό, οικείο, μειωτικό, σκωπτικό) η φιλόλογος
- ※ Συναδέλφισσα, λέει μια μέρα μια ζωηρή φιλολογίνα, η Νίνα Α., σε μια δραστήρια συνάδελφό της. (*)
- ※ Έτσι, ενώ λέμε πλέον η γιατρίνα, η δικαστίνα, η βουλευτίνα, η στρατιωτίνα, ακόμα δεν έχουν ωριμάσει γλωσσικά η φιλολογίνα, η υπαλληλίνα, η πιλοτίνα και πάρα πολλά άλλα. Θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να καταλήξει η γλωσσική ζύμωση σε μία από τις μορφές: η συγγραφέας, η συγγράφισσα (πρόταση Κριαρά), η συγγραφέας, η συγγραφίνα. Προς το παρόν, τα τρία τελευταία μάς φαίνονται αστεία ή γλωσσικοί βαρβαρισμοί. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλολογίνα
|
Πηγές
επεξεργασία- φιλολογίνα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)