πιλοτίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιλοτίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pilotina
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιλοτίνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η πλοηγίδα, πλοιάριο που μεταφέρει πλοηγό, ή καθοδηγεί πλοία σε όρμους και λιμενικές εγκαταστάσεις
- ※ Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα / ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank "Fjord Folden" (από το ποίημα "Ο πιλότος Νάγκελ" του Ν.Καββαδία)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιλοτίνα
→ δείτε τη λέξη πλοηγίδα |